- ὡρομέδων
- ὡρομέδωνruling the seasonsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὠρομέδων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρομέδων — Οροσειρά (υψόμ. 878 μ.) που διασχίζει την Κω, με διεύθυνση από τα Δ προς τα N, και η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Στην υψηλότερη κορυφή της βρίσκεται η Μονή του Χριστού Δικαίου, γι’ αυτό και η κορυφή ονομάζεται Δικαίος. Άλλες… … Dictionary of Greek
Ὠρομέδοντα — Ὠρομέδων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὠρομέδοντος — Ὠρομέδων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek